- υφαντήριο(ν)
- τό1) ткацкая фабрика; текстильная фабрика; 2) ткацкий цех
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υφαντήριο — το, Ν 1. εργαστήριο κατασκευής υφασμάτων 2. αίθουσα υφάνσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < υφαντής + κατάλ. τήριο*. Η λ., στον λόγιο τ. ὑφαντήριον, μαρτυρείται από το 1895 στο περιοδικό Αθήναιον] … Dictionary of Greek
υφαντήριο — το το εργαστήριο ή εργοστάσιο όπου υφαίνονται υφάσματα, αίθουσα ύφανσης, κλωστοϋφαντήριο, κλωστοϋφαντουργείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλωστοϋφαντήριο — το κλωστοϋφαντουργείο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλωστή + υφαντήριο. Η λ., στον λόγιο τ. κλωστοϋφαντήριον, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
υφαντουργείο — το υφαντήριο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)